- ταπήτιο
- το / ταπήτιον, ΝΑ, και ταπῆτιν Α [τάπης, -ητος]υποκορ. ταπέτονεοελλ.1. ανατ. σχηματισμός τού κεντρικού νευρικού συστήματος από λευκές ίνες υπό μορφή τάπητα («ταπήτιο τού μεσολοβίου»)2. ζωολ. στιβάδα τού χοριοειδούς χιτώνα τού ματιού ορισμένων ζώων που αντανακλά το φως (α. «κυτταρώδες ταπήτιο τών σαρκοφάγων» β. «ινώδες ταπήτιο τών ποηφάγων»).
Dictionary of Greek. 2013.